Greek Meaning of daisy
μαργαρίτα
Other Greek words related to μαργαρίτα
- ομορφιά
- όνειρο
- θαύμα
- Ροδάκινο
- Πιπίν
- αγάπη μου
- θαυμάζω
- κάτοικος
- κάτι άλλο
- ομορφιά
- φελλό
- κράκατζακ
- εξαιρετικός
- νταντής
- διαμάντι
- σκανδαλιάρης
- Πολύτιμος λίθος
- μέλι
- Καυτά πράγματα
- εκπληκτικός
- Χάμερ
- Κόσμημα
- Νοκ άουτ
- λουλού
- έξυπνος
- μαργαριτάρι
- Φαινόμενο
- πιπ
- θαύμα
- βιαστής
- αίσθηση
- ροχαλητής
- Το τελειωτικό χτύπημα
- Το γόνατο της μέλισσας
- Το νιαούρισμα της γάτας
- μπουκιά
- δυνατός
- Τζιμ-νταντι
- Λολλαπαλούζα
- Καταπληκτικό
- Καρφί
- εξαιρετικό
- aρπάζω
- Πετράδι του στέμματος
- αυτοκρατορικός
- δαμάσκηνο
- θησαυρός
Nearest Words of daisy
- daisy bush => χαμομήλι
- daisy chain => αλυσίδα μαργαρίτας
- daisy cutter => κοπτικό μαργαρίτας
- daisy fleabane => Μαργαρίτα
- daisy print wheel => Τροχός εκτύπωσης μαργαρίτας
- daisy wheel => Τροχός με μαργαρίτες
- daisybush => Μαργαρίτα
- daisy-bush => Νάρκισσος
- daisy-chain => Αλυσίδα με χαμομήλια
- daisyleaf grape fern => Σταφυλόπτερη μαργαρίτα
Definitions and Meaning of daisy in English
daisy (n)
any of numerous composite plants having flower heads with well-developed ray flowers usually arranged in a single whorl
daisy (n.)
A genus of low herbs (Bellis), belonging to the family Compositae. The common English and classical daisy is B. prennis, which has a yellow disk and white or pinkish rays.
The whiteweed (Chrysanthemum Leucanthemum), the plant commonly called daisy in North America; -- called also oxeye daisy. See Whiteweed.
FAQs About the word daisy
μαργαρίτα
any of numerous composite plants having flower heads with well-developed ray flowers usually arranged in a single whorlA genus of low herbs (Bellis), belonging
ομορφιά,όνειρο,θαύμα,Ροδάκινο,Πιπίν,αγάπη μου,θαυμάζω,κάτοικος,κάτι άλλο,ομορφιά
προτομή,Απογοήτευση,αποτυχία,αποτυχία,λεμόνι,Γαλοπούλα,χάντρες,απογοήτευση,βρωμύλος
daisies => μαργαρίτες, daisied => μαργαριτένιος, daishiki => Νταϊσίκυ, dais => εξέδρα, dairywomen => γαλακτοπαραγωγοί,