Greek Meaning of propinquity
εγγύτητα
Other Greek words related to εγγύτητα
Nearest Words of propinquity
Definitions and Meaning of propinquity in English
propinquity (n)
the property of being close together
FAQs About the word propinquity
εγγύτητα
the property of being close together
εγγύτητα,εγγύτητα,συνέχεια,άμεσότητα,εγγύτητα,γειτνίαση,θυρότοιχος,Γειτνίαση,παραβολή
απόσταση,Απομακρυσμένη
prophyll => πρόφυλλο, prophylaxis => Προφύλαξη, prophylactic device => Προφυλακτική συσκευή, prophylactic => προφυλακτικός, prophets => Προφήτες,