Greek Meaning of incensive
ενθαρρυντικός
Other Greek words related to ενθαρρυντικός
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of incensive
- incensor => θυμιατήρι
- incensories => θυμιατήριο
- incensory => Θυμιατό
- incensurable => άψογος
- incenter => εγγεγραμμένος κύκλος
- incentive => κίνητρο
- incentive option => Επιλογή κινήτρων
- incentive program => πρόγραμμα κινήτρων
- incentive scheme => πρόγραμμα κινήτρων
- incentive stock option => Εξωτερικό κίνητρο απόδοσης κι επιλογές εξάσκησης μετοχών
Definitions and Meaning of incensive in English
incensive (a.)
Tending to excite or provoke; inflammatory.
FAQs About the word incensive
ενθαρρυντικός
Tending to excite or provoke; inflammatory.
No synonyms found.
No antonyms found.
incension => ανάφλεξη, incensing => θυμίαμα, incenser => θυμιατήρι, incensement => Θυμίαμα, incensed => εξοργισμένος,