Greek Meaning of prosperity
ευημερία
Other Greek words related to ευημερία
Nearest Words of prosperity
- prospero lambertini => Πρόσπερο Λαμπερτίνι
- prosperous => Ευημερούσα
- prosperously => Ευημερόντως
- prospicience => πρόβλεψη
- prospicient => διορατικός
- prostaglandin => Προσταγλανδίνη
- prostate => προστάτης
- prostate cancer => Καρκίνος του προστάτη
- prostate specific antigen => Ειδικό αντιγόνο του προστάτη
- prostatectomy => Προστατεκτομή
Definitions and Meaning of prosperity in English
prosperity (n)
an economic state of growth with rising profits and full employment
the condition of prospering; having good fortune
FAQs About the word prosperity
ευημερία
an economic state of growth with rising profits and full employment, the condition of prospering; having good fortune
αφθονία,επιτυχία,Ευημερία,Κεφάλαιο,Υγεία,Πλούτος,πλούτος,περιουσιακά στοιχεία,Φυσική κατάσταση,τύχη
αποτυχία,δυσκολία,χρέος,αποτυχία
prospering => ευημερούσα, prosper meniere => Νόσος του Μενιέρ, prosper => ευημερείν, prospectus => προοπτικές, prospector => χρυσοθήρας,