Greek Meaning of populace

ο λαός

Other Greek words related to ο λαός

Definitions and Meaning of populace in English

Wordnet

populace (n)

people in general considered as a whole

FAQs About the word populace

ο λαός

people in general considered as a whole

πλήθος,μάζα,όχλος,άνθρωποι,Δημόσιος,κοινός θνητός,εκατομμύρια,βοοειδή,κοινοί πόροι,κοπάδι

α-λίστα,Αριστοκρατία,επιλογή,κρέμα,εκλέγω,ελίτ,λίπος,λουλούδι,διαλέγω,ροζ

popsicle => Παγωτό ξυλάκι, poppycock => ανοησίες, poppy seed => σπόροι παπαρούνας, poppy mallow => Κατηφές, poppy family => Παπαβερειδών,