Greek Meaning of of the essence
Ουσιαστικός
Other Greek words related to Ουσιαστικός
- ουσιαστικός
- επιτακτικός
- ολοκλήρωμα
- απαραίτητος
- αναγκαίος
- απαιτούμενο
- Ζωτικός
- κριτική
- κρίσιμος
- σημαντικός
- αναντικατάστατος
- Υποχρεωτικό
- απαραίτητος
- προϋπόθεση
- Must-have
- Καθοριστικής σημασίας
- βασικός
- κεντρικός
- υποχρεωτικό
- συνεπακόλουθος
- θεμελιώδης
- επίμονος
- κλειδί
- μεγάλος
- υλικό
- ουσιαστικό
- απαραίτητος
- μη εκλεγμένος
- Υποχρεωτικός
- οργανικό
- επίμονος
- προϋπόθεση
- σημαντικός
- ουσιαστικός
- επείγον
- βαρύς
Nearest Words of of the essence
- of unsound mind => Ψυχικά άρρωστος
- off => απενεργοποιημένος
- off and on => που και που
- off guard => απροετοίμαστος
- off her guard => απροετοίμαστη
- off his guard => απροετοίμαστος
- off one's guard => απροετοίμαστος
- off the beaten path => ανεξερεύνητο μέρος
- off the beaten track => Έξω από τα συνηθισμένα μονοπάτια
- off the cuff => αυτοσχέδιο
Definitions and Meaning of of the essence in English
of the essence (s)
of the greatest importance
FAQs About the word of the essence
Ουσιαστικός
of the greatest importance
ουσιαστικός,επιτακτικός,ολοκλήρωμα,απαραίτητος,αναγκαίος,απαιτούμενο,Ζωτικός,κριτική,κρίσιμος,σημαντικός
περιττός,μη ουσιώδης,Ασήμαντο,περιττός,ανεπιθύμητο,Περιττός,περίσσεια,εξωτερικός,επιπλέον,Ασημαντος
of sound mind => Διανοητικά υγιής, of necessity => κατεπειγόντως, of late => πρόσφατα, of import => Σημαντικός, of course => φυσικά,