Greek Meaning of of late
πρόσφατα
Other Greek words related to πρόσφατα
Nearest Words of of late
- of necessity => κατεπειγόντως
- of sound mind => Διανοητικά υγιής
- of the essence => Ουσιαστικός
- of unsound mind => Ψυχικά άρρωστος
- off => απενεργοποιημένος
- off and on => που και που
- off guard => απροετοίμαστος
- off her guard => απροετοίμαστη
- off his guard => απροετοίμαστος
- off one's guard => απροετοίμαστος
Definitions and Meaning of of late in English
of late (r)
in the recent past
FAQs About the word of late
πρόσφατα
in the recent past
μόνο,αργά,πρόσφατα,τώρα,νέος,πρόσφατα,μόνο,πρόσφατα,φρέσκο,τελευταία
πριν,πριν,νωρίτερα,νωρίς,παλαιότερα,προηγουμένως,κάποτε,μέχρι τώρα,άλλοτε,μέχρι τώρα
of import => Σημαντικός, of course => φυσικά, of all time => όλων των εποχών, of age => ενηλικioμένος, of a sudden => ξαφνικά,