FAQs About the word anciently

κάποτε

in ancient times; long agoIn ancient times., In an ancient manner.

πριν,πριν,νωρίτερα,νωρίς,παλαιότερα,προηγουμένως,άλλοτε,μέχρι τώρα,μέχρι τώρα

μόνο,αργά,πρόσφατα,νέος,πρόσφατα,τώρα,μόνο,πρόσφατα,φρέσκο,τελευταία

ancient pine => Αρχαίο πεύκο, ancient history => Αρχαία ιστορία, ancient greek => αρχαία ελληνικά, ancient => αρχαίος, ancien regime => ancien régime,