Greek Meaning of pleadingly
ικετευτικά
Other Greek words related to ικετευτικά
- διαφωνώ
- προτείνω
- διαγωνίζομαι
- πείθω
- επιμένω
- λόγος
- Αίτηση
- Εξηγώ
- δικαιολογώ
- συντηρώ
- αναφέρειν
- πείθω
- προτείνω
- υποστηρίζω
- πρόοδος
- συμβουλεύω
- συνήγορος
- Επιβεβαιώνω
- μέσος όρος
- εγγυώμαι
- ομολογώ
- αναφορά
- εξετάζω
- δικηγόρος
- μετρητής
- Αμύνω
- διαψεύδω
- επιβάλλω
- δίνω
- προσφορά
- προτείνω
- ορθολογοποιώ
- αντικρούω
- συστήνω
- διαψεύδω
- υποβάλλω
- υποστήριξη
- παρόρμηση
Nearest Words of pleadingly
Definitions and Meaning of pleadingly in English
pleadingly (r)
in a beseeching manner
pleadingly (adv.)
In a pleading manner.
FAQs About the word pleadingly
ικετευτικά
in a beseeching mannerIn a pleading manner.
διαφωνώ,προτείνω,διαγωνίζομαι,πείθω,επιμένω,λόγος,Αίτηση,Εξηγώ,δικαιολογώ,συντηρώ
υπόδειξη,υποδηλώνω,παρακαλω,ικανοποιώ,προτείνω,κατευνάζω,Άνεση,συμφιλιώνω,Κονσόλα,περιεχόμενο
pleading in the alternative => εναλλακτική αγωγή, pleading => ικετευτικός, pleader => δικηγόρος, pleaded => ικέτευσε, pleadable => υπερασπίσιμος,