Greek Meaning of pucka
πούκα
Other Greek words related to πούκα
- πραγματικός
- αυθεντικός
- γνήσιος
- πραγματικός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- καλή τη πίστει
- πιστοποιήσιμο
- πιστοποιημένο
- Εχτ
- ιστορικός
- ειλικρινής
- νόμιμο
- νόμιμος
- πρωτότυπο
- καθαρός
- δεξιά
- σίγουρα
- αδιαμφισβήτητος
- γνήσιος
- στ' αλήθεια
- ακριβής
- Σωστό
- αναγνωρίσιμος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- νόμιμος
- κατάλληλος
- αποδεδειγμένο
- αναγνωρίσιμος
- ατόφιος
- απαύστως
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητο
- επικυρωμένος
- Επαληθεύσιμος
- επαληθευμένο
- πραγματικός
- πολύ
- τεκμηριωμένος
Nearest Words of pucka
- puck => Πάκα
- puce => Καφέ
- puccoon => ριζάρι
- pucciniaceae => Σκουριάς
- puccinia graminis => Μαύρη σκουριά
- puccinia => Ρούχα
- puccini => Πουτσίνι
- pubococcygeus exercises => ασκήσεις των μυών του πυελικού εδάφους
- publius vergilius maro => Πόπλιος Βεργίλιος Μάρων
- publius terentius afer => Πόπλιος Τερέντιος Άφρος
Definitions and Meaning of pucka in English
pucka (s)
absolutely first class and genuine
pucka (a.)
Good of its kind; -- variously used as implying substantial, real, fixed, sure, etc., and specif., of buildings, made of brick and mortar.
FAQs About the word pucka
πούκα
absolutely first class and genuineGood of its kind; -- variously used as implying substantial, real, fixed, sure, etc., and specif., of buildings, made of brick
πραγματικός,αυθεντικός,γνήσιος,πραγματικός,ΑΛΗΘΙΝΟΣ,καλή τη πίστει,πιστοποιήσιμο,πιστοποιημένο,Εχτ,ιστορικός
τεχνητός,ψεύτικος,πλαστό,ψεύτικος,μίμηση,κοροϊδεύω,ψεύτικος,ψεύτικη,ψευδο-,απάτη
puck => Πάκα, puce => Καφέ, puccoon => ριζάρι, pucciniaceae => Σκουριάς, puccinia graminis => Μαύρη σκουριά,