Greek Meaning of determinateness
Καθοριστικότητα
Other Greek words related to Καθοριστικότητα
- βέβαιος
- τελικός
- σταθερός
- σταθερός
- αμετάβλητος
- αμετάβλητος
- σταθερά
- ορισμένος
- σαφής
- στερεός
- επίπεδος
- κατεψυγμένο
- σκληρός
- αυστηρός και γρήγορος
- ανίκητος
- σετ
- εγκαταστημένος
- συγκεκριμένος
- σταθερός
- στολή
- αξιόπιστος
- ακριβές
- δεδομένος
- καλός
- αξιόπιστος
- υπεύθυνος
- ασφαλής
- στερεός
- δηλωμένο
- σίγουρα
- αξιόπιστος
- ακλόνητος
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- μη ρυθμιζόμενος
- μη ακυρώσιμο
- Μη διαπραγματεύσιμο
- ορισμένο
Nearest Words of determinateness
Definitions and Meaning of determinateness in English
determinateness (n)
the quality of being predictable with great confidence
determinateness (n.)
State of being determinate.
FAQs About the word determinateness
Καθοριστικότητα
the quality of being predictable with great confidenceState of being determinate.
βέβαιος,τελικός,σταθερός,σταθερός,αμετάβλητος,αμετάβλητος,σταθερά,ορισμένος,σαφής,στερεός
ρυθμιζόμενος,μεταβλητός,Αόριστος,Διαπραγματεύσιμο,μεταβλητή,Καπριτσιόζος,διακυμάνσεις,Ρευστό,μεταβλητός,αβέβαιος
determinately => αποφασιστικά, determinate => καθορισμένος, determinant => ορίζουσα, determinacy => ντετερμινισμός, determinableness => προσδιοριστικότητα,