FAQs About the word jailbird

κρατούμενος

a criminal who has been jailed repeatedly

απάτη,κατάδικος,κρατούμενος,κρατούμενος,Αιχμάλωτος,σύλληψη,ισοβίτης,Ο υπό όρους απολυθείς,δοκιμαστικός υπάλληλος,αξιόπιστος

No antonyms found.

jail delivery => απελευθέρωση από τη φυλακή, jail cell => κελί φυλακής, jail bird => κατάδικος, jail => φυλακή, jai alai => Χάι αλάι,