FAQs About the word jail bird

κατάδικος

a criminal who has been jailed repeatedly

απάτη,κατάδικος,κρατούμενος,κρατούμενος,Αιχμάλωτος,σύλληψη,ισοβίτης,Ο υπό όρους απολυθείς,δοκιμαστικός υπάλληλος,αξιόπιστος

No antonyms found.

jail => φυλακή, jai alai => Χάι αλάι, jahwist => Γιαχβιστής, jahweh => Ιαχβέ, jahvistic => ιεχωβικός,