Greek Meaning of parolee
Ο υπό όρους απολυθείς
Other Greek words related to Ο υπό όρους απολυθείς
Nearest Words of parolee
Definitions and Meaning of parolee in English
parolee (n)
someone released on probation or on parole
FAQs About the word parolee
Ο υπό όρους απολυθείς
someone released on probation or on parole
κρατούμενος,κρατούμενος,δοκιμαστικός υπάλληλος,Αιχμάλωτος,σύλληψη,κατάδικος,απάτη,Κρατούμενος,κρατούμενος,ισοβίτης
No antonyms found.
paroled => υπό όρους απόλυση, parole => υπό όρους αποφυλάκιση, parol evidence rule => Κανόνας προφορικών αποδείξεων, parol => αναστολή, paroket => παπαγάλος,