FAQs About the word parolee

Ο υπό όρους απολυθείς

someone released on probation or on parole

κρατούμενος,κρατούμενος,δοκιμαστικός υπάλληλος,Αιχμάλωτος,σύλληψη,κατάδικος,απάτη,Κρατούμενος,κρατούμενος,ισοβίτης

No antonyms found.

paroled => υπό όρους απόλυση, parole => υπό όρους αποφυλάκιση, parol evidence rule => Κανόνας προφορικών αποδείξεων, parol => αναστολή, paroket => παπαγάλος,