Greek Meaning of unaltered
αμετάβλητο
Other Greek words related to αμετάβλητο
- μολυσμένος
- σπασμένο
- Μώλωπας
- Μολυσμένος
- κατεστραμμένος
- παραμορφωμένο
- ξεθωριασμένος
- πόνος
- εξασθενημένος
- τραυματισμένος
- λερωμένος
- μολυσμένος
- χρησιμοποιημένο
- φθαρμένος
- παραμορφωμένος
- βεβηλωμένος
- βλάβη
- κατεστραμμένο
- μολυσμένος
- μεταχειρισμένο
- φθαρμένος
- κακομαθημένος
- μπαγιάτικος
- φθαρμένος
- Μολυσμένο
- μεταχειρισμένο ρούχο
Nearest Words of unaltered
Definitions and Meaning of unaltered in English
unaltered (a)
remaining in an original state
FAQs About the word unaltered
αμετάβλητο
remaining in an original state
φρέσκος,Άψογος,αμόλυντος,Άθικτος,αβλαβής,αβλαβής,αβλαβής,αλώβητος,άθικτος,Αμόλυντος
μολυσμένος,σπασμένο,Μώλωπας,Μολυσμένος,κατεστραμμένος,παραμορφωμένο,ξεθωριασμένος,πόνος,εξασθενημένος,τραυματισμένος
unalterably => αμετάβλητα, unalterable => αμετάβλητο, unalterability => Αναλλοίωτοτητα, unalmsed => ανιαρός, unalloyed => απαύστως,