FAQs About the word twig

Κλαδί

a small branch or division of a branch (especially a terminal division); usually applied to branches of the current or preceding year, branch out in a twiglike

κλαδί,Κλάδος,κλαδάκι,άκρο,παράρτημα,σπρέι,σπιρούνι,Κλαδί,ανάπτυξη

νοσταλγώ,Παρανοήσω,παρερμηνεία,λάθος,παρεξήγηση,παρεξηγώ,παρανόηση,ερμηνεύω εσφαλμένα,παρεξηγώ

twiddler => νευρικός, twiddle => στριφογυρίζω, twice-pinnate => διςπτεροειδές, twice-baked bread => Δις ψημένο ψωμί, twice => δυο φορές,