FAQs About the word twiddle

στριφογυρίζω

a series of small (usually idle) twists or turns, turn in a twisting or spinning motion, manipulate, as in a nervous or unconscious manner

περιστροφή,περιστρέφω,κύλισμα,περιστρέφω,βίδα,γύρισμα,κούνια,δίνη,περιστρεφόμενος,σειρά

No antonyms found.

twice-pinnate => διςπτεροειδές, twice-baked bread => Δις ψημένο ψωμί, twice => δυο φορές, twenty-two rifle => Τουφέκι των 22, twenty-two => εικοσι δύο,