Greek Meaning of uninfluenced

ανεπηρέαστος

Other Greek words related to ανεπηρέαστος

Definitions and Meaning of uninfluenced in English

Wordnet

uninfluenced (s)

not influenced or affected

FAQs About the word uninfluenced

ανεπηρέαστος

not influenced or affected

αδιάφορος,αμερόληπτος,αμερόληπτος,ανεξάρτητος,αδιάφορος,ατομικιστικός,αντικειμενικός,αντικειμενικός,αυτόνομος,αμερόληπτη

σύμμαχοι,συνδεδεμένος,προκατειλημμένος,μερικός,μεροληπτικός,άδικος,Συνδεδεμένος,ομοσπονδιακός,προκατειλημμένος,εμπόλεμος

uninflected => Ακλίτος, uninfected => μη μολυσμένος, uninebriated => νηφάλιος, unindustrialized => μη εκβιομηχανισμένος, unindustrialised => Μη εκβιομηχανισμένος,