FAQs About the word hoarder

σωρευτής

a person who accumulates things and hides them away for future useOne who hoards.

τσιγκούνης,κρίκετος,σωτήρας,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,αγροίκος,κούκλοι,τσιγκούνης

σπάταλος,δαπανηρός,Σπάταλος,Σπαταλάκος,σπαταλητής,άσωτος,Σπατάλη

hoarded wealth => Θησαυρισμένος πλούτος, hoarded => αποθησαυρισμένο, hoard => θησαυρός, hoar => πάχνη, hoagy carmichael => Χόουγκι Κάρμαϊκελ,