FAQs About the word tightwad

τσιγκούνης

a miserly person

κούκλοι,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,τσιγκούνης,φλώρος,τσιγκούνης,αγροίκος,σωρευτής

σπάταλος,δαπανηρός,Σπάταλος,Σπαταλάκος,σπαταλητής,άσωτος,Σπατάλη

tights => καλσόν, tightrope walking => Σχοινοβασία, tightrope walker => Σκοινοβάτης, tightrope => Σχοινί, tightness => σφίξιμο,