Greek Meaning of tightlipped

Λιγομίλητος

Other Greek words related to Λιγομίλητος

Definitions and Meaning of tightlipped in English

Wordnet

tightlipped (s)

inclined to secrecy or reticence about divulging information

FAQs About the word tightlipped

Λιγομίλητος

inclined to secrecy or reticence about divulging information

κρατημένος,συγκρατημένος,σιωπηλός,απόμακρος,κλειστόμυalos,λακωνικός,συγκρατημένος,σιωπηλός,άκοινωνήτος,οπισθοδρομικός

κουβεντιάζω,κοινωτικός,συνομιλίας,φλύαρος,φλύαρος,ειλικρινά,κουβεντολόγος,φλύαρος,Ανέκφραστος,φωνητικός

tight-laced => άκαμπτος , tight-knit => Δεμένοι, tight-fitting => στενό, tightfitting => σφιχτό, tightfistedness => τσιγκουνιά,