FAQs About the word tightener

σφικτήρας

That which tightens; specifically (Mach.), a tightening pulley.

Τέντωμα,τεταμένος,επιμηκύνω,καταπόνηση,τεντωμένος,σφιγ,συσφίγγω,επιμηκύνω,επεκτείνω

χαλαρώνω,ευκολία,χαλάρωσε,Χαλαρός,χαλαρώνω

tightened => σφιχτό, tighten up => σφίγγω, tighten one's belt => Σφίγγω τη ζώνη μου, tighten => σφίγγω, tight money => Περιοριστική νομισματική πολιτική,