Greek Meaning of hoariness
Χλωμάδα
Other Greek words related to Χλωμάδα
Nearest Words of hoariness
Definitions and Meaning of hoariness in English
hoariness (n)
a silvery-white color
great age (especially grey or white with age)
hoariness (n.)
The state of being hoary.
FAQs About the word hoariness
Χλωμάδα
a silvery-white color, great age (especially grey or white with age)The state of being hoary.
αρχαιοπρέπεια,αρχαιότητα,ηλικία,γηρατειά,αρχαιότητα,αθανασία,Χρονολόγηση,μούχλα,Απαρχαιοποίηση,Απαρχαιωτισμός
Νόμισμα,Φρεσκάδα,Μοντερνισμός,καινότητα,καινοτομία,επικαιρότητα,μοντερνισμός,νεωτερικότητα
hoarhound => Σίδηρο, hoarfrost => παγετός, hoared => γκριζωπος, hoarding => συσσώρευση, hoarder => σωρευτής,