Greek Meaning of agelessness
αθανασία
Other Greek words related to αθανασία
Nearest Words of agelessness
Definitions and Meaning of agelessness in English
agelessness (n)
the quality of being timeless and eternal
FAQs About the word agelessness
αθανασία
the quality of being timeless and eternal
ηλικία,γηρατειά,αρχαιότητα,αρχαιότητα,Χρονολόγηση,Χλωμάδα,Απαρχαιοποίηση,αρχαιοπρέπεια,Απαρχαιωτισμός,μούχλα
Φρεσκάδα,Μοντερνισμός,καινότητα,Νόμισμα,καινοτομία,επικαιρότητα,μοντερνισμός,νεωτερικότητα
ageless => Αθάνατος, agelaius phoeniceus => Κόκκινος καρδινάλιος, agelaius => Agelaius, ageism => Ηλικιακός διαχωρισμός, ageing => γήρανση,