FAQs About the word antiquation

αρχαιοπρέπεια

The act of making antiquated, or the state of being antiquated.

αρχαιότητα,Χρονολόγηση,Χλωμάδα,Απαρχαιοποίηση,Απαρχαιωτισμός,παλιομοδίτικος,ηλικία,γηρατειά,αρχαιότητα,μούχλα

Νόμισμα,Μοντερνισμός,καινότητα,Φρεσκάδα,καινοτομία,επικαιρότητα,μοντερνισμός,νεωτερικότητα

antiquateness => παλαιότητα, antiquatedness => παλιότητα, antiquated => ξεπερασμένος, antiquate => παλαιωμένος, antiquary => αρχαιολόγος,