Greek Meaning of grayish
γκριζωπός
Other Greek words related to γκριζωπός
- γκρι
- γκρί
- ασήμι
- ξεθωριασμένος
- μολυβένιος
- ουδέτερος
- χλωμός
- Καλάι
- ασημί
- Πλάκα
- σχιστολιθικός
- σχιστολιθικός
- χαλύβδινος
- λευκό
- υπόλευκος
- αχρωματικός
- αρμενικός
- χλωμός
- σταχτί
- Μάρμαρο
- Κρητώδης
- σοκολάτα
- Άχρωμο
- βαρετό
- δουν
- Γκριζαρισμένος
- πάχνη
- πολιός
- Χλωμό
- ποντίκι
- Τον ποντικό
- χλωμός
- λυπημένος
- αμμώδης
- καφεκίτρινο
- ξεθωριασμένος
Nearest Words of grayish
Definitions and Meaning of grayish in English
grayish (s)
of an achromatic color of any lightness intermediate between the extremes of white and black
grayish (a.)
Somewhat gray.
FAQs About the word grayish
γκριζωπός
of an achromatic color of any lightness intermediate between the extremes of white and blackSomewhat gray.
γκρι,γκρί,ασήμι,ξεθωριασμένος,μολυβένιος,ουδέτερος,χλωμός,Καλάι,ασημί,Πλάκα
φωτεινό,έγχρωμος,βαθύς,ομοφυλόφιλος,πλούσιος,χρωματικός,πολύχρωμο,πολύχρωμος,Πολυχρωματικός,ποικιλόχρωμος
grayhound => γκρέιχαουντ, grayhen => Πέρδικα, gray-headed => γκρι, gray-haired => γκριζαρισμένος, gray-green => γκρι-πράσινο,