Greek Meaning of psychically
ψυχικά
Other Greek words related to ψυχικά
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of psychically
- psychical communication => ψυχική επικοινωνία
- psychical => ψυχικός
- psychic trauma => Ψυχικό τραύμα
- psychic phenomenon => Ψυχικό φαινόμενο
- psychic phenomena => Παραφυσικά φαινόμενα
- psychic energy => ψυχική ενέργεια
- psychic communication => Τηλεπαθητική επικοινωνία
- psychic => ψυχικός
- psychiatry => Ψυχιατρική
- psychiatrist => ψυχίατρος
- psycho => ψυχό
- psychoactive => Ψυχοδραστικός
- psychoactive drug => Ψυχοδραστική ουσία
- psychoactive substance => Ψυχοτρόπος ουσία
- psychoanalyse => Ψυχανάλυση
- psychoanalysis => Ψυχανάλυση
- psychoanalyst => ψυχαναλυτής/-τρια
- psychoanalytic => ψυχαναλυτικός
- psychoanalytic process => Ψυχαναλυτική διαδικασία
- psychoanalytical => ψυχαναλυτικός
Definitions and Meaning of psychically in English
psychically (r)
from a psychic point of view
FAQs About the word psychically
ψυχικά
from a psychic point of view
No synonyms found.
No antonyms found.
psychical communication => ψυχική επικοινωνία, psychical => ψυχικός, psychic trauma => Ψυχικό τραύμα, psychic phenomenon => Ψυχικό φαινόμενο, psychic phenomena => Παραφυσικά φαινόμενα,