Greek Meaning of anatomic
ανατομικός
Other Greek words related to ανατομικός
Nearest Words of anatomic
- anatolian language => Ανατολιακή γλώσσα
- anatolian => ανατολικός
- anatolia => Η Ανατολία
- anatoli yevgenevich karpov => Ανατόλι Γεβγκένιεβιτς Κάρποβ
- anatoli karpov => Ανατόλι Κάρποφ
- anatole france => Ανατόλ Φρανς
- anatocism => ἀνατόκισμος
- anatine => ανατίδες
- anatiferous => νιτροφόρος
- anatifer => ανατιφέρ
Definitions and Meaning of anatomic in English
anatomic (a)
of or relating to the structure of the body
of or relating to the branch of morphology that studies the structure of organisms
anatomic (a.)
Alt. of Anatomical
FAQs About the word anatomic
ανατομικός
of or relating to the structure of the body, of or relating to the branch of morphology that studies the structure of organismsAlt. of Anatomical
φυσικός,φυσιολογικός,ζώο,σωματικός,σωματικός,σωματικός,Δεκανέας,σαρκικός,υλικό
εγκεφαλικός,εσωτερικός,διανοούμενος,ψυχικός,ψυχολογικός,ψυχολογικός,πνευματικός,άυλος,ανούσιος,μεταφυσικός
anatolian language => Ανατολιακή γλώσσα, anatolian => ανατολικός, anatolia => Η Ανατολία, anatoli yevgenevich karpov => Ανατόλι Γεβγκένιεβιτς Κάρποβ, anatoli karpov => Ανατόλι Κάρποφ,