Greek Meaning of hallucinosis
ψευδαίσθηση
Other Greek words related to ψευδαίσθηση
Nearest Words of hallucinosis
Definitions and Meaning of hallucinosis in English
hallucinosis (n)
a mental state in which the person has continual hallucinations
FAQs About the word hallucinosis
ψευδαίσθηση
a mental state in which the person has continual hallucinations
άνοια,Παρανοϊα,ψύχωση,Σχιζοφρένεια,εκτροπή,παραλήρημα,αναστάτωση,υπομανία,υστερία,Τρέλα
σαφήνεια,Ορθολογισμός,λογικότητα,μυαλό,κανονικότητα,ορθολογισμός,λογικότητα,λογική,υγεία,λογική σκέψη
hallucinogenic => παραισθησιογόνο, hallucinogen => Αλλουσινογόνο, hallucinatory => παραισθησιογόνος, hallucinator => παραισθησιογόνο, hallucination => ψευδαίσθηση,