Greek Meaning of phobia

Φοβία

Other Greek words related to Φοβία

Definitions and Meaning of phobia in English

Wordnet

phobia (n)

an anxiety disorder characterized by extreme and irrational fear of simple things or social situations

FAQs About the word phobia

Φοβία

an anxiety disorder characterized by extreme and irrational fear of simple things or social situations

άγχος,φόβος,φόβος,πανικός,Φοβίζω,Τρόμος,ερπετά,φόβος,Φρίκη,νευρικότητα

διαβεβαίωση,τόλμη,εμπιστοσύνη,Θάρρος,ανδρεία,ανδρεία ,αυτοπεποίθηση,ψυχραιμία,τόλμη,ανδρεία

phnom penh => Πνομ Πενχ, phlyctenular => Φλυστινώδες, phlox subulata => Φλόξ το ελλεβοειδές, phlox stellaria => Φλόξ αστεροειδής, phlox family => Οικογένεια Polemoniaceae,