Greek Meaning of phobic
φοβικός
Other Greek words related to φοβικός
- φοβισμένος
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
- ντροπαλός
- ανήσυχος
- φρίκη
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- προσεκτικός
- κοτόπουλο
- Δειλός
- φοβισμένος
- φοβερός
- φοβισμένος
- τρομοκρατημένος
- υστερικός
- υστερικός
- αγχωμένος
- πανικόβλητος
- πανικόβλητος
- ταραγμένος
- τρομακτικός
- συρρίκνωση
- ντροπαλός
- δειλός
- τρεμάμενος
- αναστατωμένος
- φοβισμένος
- φοβισμένος
- ταραγμένος
- τρομοκρατημένος
- προσεκτικός
- Δειλός
- δειλός
- εκφοβισμένος
- αποσυντονισμένος
- απογοητευμένος
- ανήσυχος
- διαταραγμένος
- φάνκι
- άνανδρος
- Φοβισμένος
- εκφοβισμένος
- ανήσυχος
- νευρικός
- Δειλός
- Πανικόβλητος
- Μικρόψυχος
- σοκαρισμένος
- νευρικός
- τρομαγμένος
- τρεμάμενο
- δειλός
- ανήσυχος
- ανήσυχος
- επιφυλακτικός
- δειλιασμένος
- τρομοκρατημένος
- περιπετειώδης
- περιπετειώδης
- Θρασύς
- έντονος
- γενναίος
- σίγουρος
- γενναίος
- Τολμηρός
- Τολμηρός
- αριστοκρατικός
- γενναίος
- ανθεκτικός
- ηρωικός
- ανίκητος
- Γενναίος
- ζωηρός
- ζωηρός
- σταθερός
- σίγουρα
- τολμηρός
- σίγουρος
- συλλεγέν
- συντεθειμένος
- κουλ
- ανίκητος
- ατρόμητος
- γενναιοδωρος
- ηρωικός
- Ανδρείος
- αποφασισμένος
- αισιόδοξος
- γεροδεμένος
- γενναίος
- ατρόμητος
- ατάραχος
- γενναίος
- ανδρείος
- τολμηρός
- Λεοντόκαρδος
- ανέκφοβος
Nearest Words of phobic
Definitions and Meaning of phobic in English
phobic (s)
suffering from irrational fears
FAQs About the word phobic
φοβικός
suffering from irrational fears
φοβισμένος,φοβισμένος,τρομοκρατημένος,ντροπαλός,ανήσυχος,φρίκη,ανήσυχος,ανήσυχος,ανήσυχος,προσεκτικός
περιπετειώδης,περιπετειώδης,Θρασύς,έντονος,γενναίος,σίγουρος,γενναίος,Τολμηρός,Τολμηρός,αριστοκρατικός
phobia => Φοβία, phnom penh => Πνομ Πενχ, phlyctenular => Φλυστινώδες, phlox subulata => Φλόξ το ελλεβοειδές, phlox stellaria => Φλόξ αστεροειδής,