Greek Meaning of environmentally
Περιβαλλοντικά
Other Greek words related to Περιβαλλοντικά
Nearest Words of environmentally
- environmentalist => οικολόγος
- environmentalism => προστασία του περιβάλλοντος
- environmental science => Περιβαλλοντικές επιστήμες
- environmental protection agency => Περιβαλλοντικός Οργανισμός Προστασίας
- environmental condition => περιβαλλοντικές συνθήκες
- environmental => περιβαλλοντικός
- environment => περιβάλλον
- environing => περιβάλλον
- environed => περιτριγυρισμένο
- environ => Environ
Definitions and Meaning of environmentally in English
environmentally (r)
for the environment
FAQs About the word environmentally
Περιβαλλοντικά
for the environment
ατμόσφαιρα,κλίμα,πλαίσιο,περίχωρα,περιβάλλει,το περιβάλλον,περιβαλλοντικό,κλίμα,τοποθεσία,μέσο
No antonyms found.
environmentalist => οικολόγος, environmentalism => προστασία του περιβάλλοντος, environmental science => Περιβαλλοντικές επιστήμες, environmental protection agency => Περιβαλλοντικός Οργανισμός Προστασίας, environmental condition => περιβαλλοντικές συνθήκες,