Greek Meaning of machinating

μηχανορραφώντας

Other Greek words related to μηχανορραφώντας

Definitions and Meaning of machinating in English

Webster

machinating (p. pr. & vb. n.)

of Machinate

FAQs About the word machinating

μηχανορραφώντας

of Machinate

συνωμοσία,συνωμοτών,συνωμοτικός,συνωμότης,επινοώντας,συναρπαστικό,προγραμματισμός,Σχεδιαστής,ζυθοποιία,αρκετός

φυσώντας,καταστροφή,αδέξιος,Σφαγή,αδέξιος,Κολλώδες,ζάρωμα,χάνοντας (πάνω),κακομεταχείριση,ταλαντευόμενο

machinated => μακιαβελικός, machinate => μηχανεύω, machinal => μηχανικός, machilidae => Σκουμπριά, machilid => μαχιλίδες,