Greek Meaning of wandy
wandy
Other Greek words related to wandy
No Synonyms and anytonyms found
Nearest Words of wandy
- wandflower => Χρυσόβεργα
- wanderoo => Ουαντερού
- wanderment => Περιπλάνηση
- wanderlust => περισυλλογή
- wanderingly => περιπλανώμενος
- wandering nerve => Νωτιοπλανώμενον νεύρον
- wandering jew => περιπλανώμενος Ιουδαίος
- wandering albatross => Περιπλανώμενος αλμπατρος
- wandering => πλανόδιος
- wanderer => περιπλανώμενος
Definitions and Meaning of wandy in English
wandy (a.)
Long and flexible, like a wand.
FAQs About the word wandy
wandy
Long and flexible, like a wand.
No synonyms found.
No antonyms found.
wandflower => Χρυσόβεργα, wanderoo => Ουαντερού, wanderment => Περιπλάνηση, wanderlust => περισυλλογή, wanderingly => περιπλανώμενος,