Greek Meaning of overhung
Προεξέχων
Other Greek words related to Προεξέχων
Nearest Words of overhung
Definitions and Meaning of overhung in English
overhung (imp. & p. p.)
of Overhang
overhung (a.)
Covered over; ornamented with hangings.
Suspended from above or from the top.
FAQs About the word overhung
Προεξέχων
of Overhang, Covered over; ornamented with hangings., Suspended from above or from the top.
κυρτός,τρύπησε,εξέχων,μπαλόνι,πεταχτά φρύδια,δύσκολο,κυμάτιζε,δεμένο σε δέσμη,προεξείχε,τσάντα
συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,συμφωνημένο,στενός,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε
overhold => παρακράτηση, overhipping => υπερβολική συσκευασία, overhipped => υπερκατηγορία, overhip => υπέρβαρος, overhighly => πάρα πολύ,