Greek Meaning of billowed

κυμάτιζε

Other Greek words related to κυμάτιζε

Definitions and Meaning of billowed in English

Webster

billowed (imp. & p. p.)

of Billow

FAQs About the word billowed

κυμάτιζε

of Billow

κυρτός,τρύπησε,εξέχων,μπαλόνι,πεταχτά φρύδια,δύσκολο,δεμένο σε δέσμη,προεξείχε,Προεξέχων,τσάντα

συμπιεσμένος,Συμπυκνωμένο,συμφωνημένο,στενός,συρρικνώθηκε,συρρικνώθηκε

billow => κύμα, billot => Χοντρό ξύλο, billon => Δισεκατομμύριο, billmen => Αλαβαρδόροι, bill-me order => Εντολή χρέωσης,