Greek Meaning of self-poised

Ψύχραιμος

Other Greek words related to Ψύχραιμος

Definitions and Meaning of self-poised in English

self-poised

having poise through self-command

FAQs About the word self-poised

Ψύχραιμος

having poise through self-command

με αυτοπειθαρχία ,εγωιστικός,ατάραχος,αναίσθητος,αυτοσυλλεγμένος,αυτόνομο,ανεξάρτητος,αυτάρκης,ατάραχος,ακλόνητος

διστακτικός,ταπεινός,Ανασφαλής,σεμνός,αγχωμένος,ντροπαλός,μη διεκδικητικός,ανασφαλής για τον εαυτό του,ντροπαλός,ανήσυχος

self-poise => αυτοπειθαρχία, self-pleasing => Αυτοϊκανοποιημένος, self-pleased => αυτάρεσκος, self-perception => αυτοαντίληψη, self-oriented => εγωκεντρικός,