Greek Meaning of self-reproving

αυτοκατηγορούμενος

Other Greek words related to αυτοκατηγορούμενος

Definitions and Meaning of self-reproving in English

Webster

self-reproving (a.)

Reproving one's self; reproving by consciousness of guilt.

FAQs About the word self-reproving

αυτοκατηγορούμενος

Reproving one's self; reproving by consciousness of guilt.

διστακτικός,ανασφαλής για τον εαυτό του,αυτοκριτικός,δυσαρεστημένος,ταπεινός,σεμνός,Υπερβολικά σεμνός,συρρίκνωση,ντροπαλός,μη διεκδικητικός

σίγουρος,εγωιστής,εφησυχασμένος,ματαιόδοξος,συνεπακόλουθος,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,εγωιστικός,σημαντικός

self-reproved => αυτοενοχοποιημένος, self-reproof => αυτοκάτακριση, self-reproaching => αυτοενοχοποιητικός, self-reproached => αυτοτιμωρούμενος, self-reproach => αυτοκριτική,