Greek Meaning of integrally

ολικῶς

Other Greek words related to ολικῶς

Definitions and Meaning of integrally in English

Wordnet

integrally (r)

in an integral manner

Webster

integrally (adv.)

In an integral manner; wholly; completely; also, by integration.

FAQs About the word integrally

ολικῶς

in an integral mannerIn an integral manner; wholly; completely; also, by integration.

ουσιαστικός,εγγενής,Ενδογενής,βασικός,ενσωματωμένο,χαρακτηριστικός,συνταγματικός,συνιστατικό,διακριτικός,Στοιχειώδης

τυχαίος,εξωγήινος,περιττός,Εξωγενής,ξένος,τυχαίο,επιφάνεια,τυχαίο,κεκτημένος,τυχαίος

integrality => ακεραιότητα, integral calculus => Ολοκλήρωμα, integral => ολοκλήρωμα, integrable => Ολοκληρώσιμο, integrability => ολοκληρωσιμότητα,