Greek Meaning of evildoing
Κακία
Other Greek words related to Κακία
- κακός
- κακός
- Κακία
- κακία
- άρρωστος
- Ανηθικότητα
- αδικία
- Αμαρτία
- αμαρτωλότητα
- Κακία
- λάθος
- βδέλυγμα
- αγριότητα
- Ακρότητα
- καταστροφικό
- καρκίνος
- Έλκος
- διαφθορά
- σκοτάδι
- παρακμή
- εκφυλισμός
- διαφθορά
- Διαφθορά
- διαβολία
- διαβολιά
- διαβολισμός
- φρικαλεότητα
- Φρικαλεότητα
- ασέλγεια
- Κακότητα
- Εκτροπή
- σάπιος
- σατανισμός
- χυδαιότητες
- Δυστυχία
- Τρομερότητα
- κακία
- διαβολικότητα
- διαβολικότητα
- αδικία
Nearest Words of evildoing
Definitions and Meaning of evildoing in English
evildoing (n)
the act of transgressing; the violation of a law or a duty or moral principle
FAQs About the word evildoing
Κακία
the act of transgressing; the violation of a law or a duty or moral principle
κακός,κακός,Κακία,κακία,άρρωστος,Ανηθικότητα,αδικία,Αμαρτία,αμαρτωλότητα,Κακία
καλός,καλοσύνη,ηθική,δεξιά,αρετή,ευπρέπεια,ειλικρίνεια,ακεραιότητα,ευθύτητα,δικαιοσύνη
evildoer => κακούργος, evil spirit => κακό πνεύμα, evil eye => κακό μάτι, evil => κακός, evigilation => επίβλεψη,