Greek Meaning of evincible

ανίκητος

Other Greek words related to ανίκητος

Definitions and Meaning of evincible in English

Webster

evincible (a.)

Capable of being proved or clearly brought to light; demonstrable.

FAQs About the word evincible

ανίκητος

Capable of being proved or clearly brought to light; demonstrable.

προδίδω,αποδεικνύω,Οθόνη,αποκαλύπτω,Δείχνω,προμηνύει,επικοινωνώ,_δηλώνω_,εκθέτω,χαρίζω

αρνούμαι,[παραμορφωμένο],παραποιώ,παραποιώ,καμουφλάζ,κρύβω,μεταμφίεση,κρύβω,στρέφω,πλαστό

evincement => απόδειξη, evinced => φανερώθηκε, evince => εκδηλών, evilness => κακία, evil-minded => κακόβουλος,