Greek Meaning of harmlessly

ακίνδυνα

Other Greek words related to ακίνδυνα

Definitions and Meaning of harmlessly in English

Wordnet

harmlessly (r)

in a harmless manner

FAQs About the word harmlessly

ακίνδυνα

in a harmless manner

καλοήθης,υγιής,αθώος,ακίνδυνος,ακίνδυνος,ασφαλής,ανώδυνος,καλοήθης,ήπιος,υγιής

επιζήμιος,κακός,ολέθριος,επιζήμιος,επικίνδυνο,επιβλαβής,επιβλαβής,κακός,επιβλαβές,επιβλαβής

harmless => ακίνδυνος, harming => βλαβερός, harmine => Αρμίνη, harmfulness => βλαβερότητα, harmfully => επιβλαβώς,