Greek Meaning of admissibility

παραδεκτότητα

Other Greek words related to παραδεκτότητα

Definitions and Meaning of admissibility in English

Wordnet

admissibility (n)

acceptability by virtue of being admissible

Webster

admissibility (n.)

The quality of being admissible; admissibleness; as, the admissibility of evidence.

FAQs About the word admissibility

παραδεκτότητα

acceptability by virtue of being admissibleThe quality of being admissible; admissibleness; as, the admissibility of evidence.

εφαρμοστικότητα,ρουλεμάν,ουσιαστικότητα,Ευστοχία,συνάφεια,συνάφεια,Καταλληλότητα,σύνδεση,ορθότητα,Φυσική κατάσταση

ακαταλληλότητα,ανεπάρκεια,Απαράδεκτος,μη εφαρμοστικότητα,ακαταλληλότητα,ανακρίβεια,δυστυχία,Ανασφάλεια,Ακαταλληλότητα,αδικία

admiringly => με θαυμασμό, admiring => θαυμάζοντας, admirer => Θαυμάστρια, admired => θαυμαστός, admire => θαυμάζω,