FAQs About the word re-upping

Ανάκαμψη

to enlist again, to sign on again

Επανακατάταξη,επανεγγραφή,Επανακατάταξη,επανεγγραφή,επανείσοδος,επανένταξη,Κατάταξη (σε),εγγραφή (σε),εισάγοντας,ένταξη

παραιτούμενος,διακοπή φοίτησης,διακοπή καπνίσματος,απόσυρση

re-up => ανανεώνω, reuniting => επανένωση, reunited => επανενωμένος, reunifying => επανένωση, reunified => επανενωμένος,