Greek Meaning of poor-mouth
λυπάμαι, δεν έχω χρήματα
Other Greek words related to λυπάμαι, δεν έχω χρήματα
- επικρίνω
- μειώνω
- απολύω
- ελαχιστοποιώ
- ερειπωμένος
- Κατεβαίνω
- υποτιμώ
- καταδικάζω
- καταγγέλλω
- εξευτελίζω
- καταγγέλλω
- απαξιώνω
- υποτιμώ
- εξευτελίζω
- έκπτωση
- δυσφήμηση
- Αντιπάθεια
- μειώνω
- προσβάλλω
- υποβαθμίζω
- βάλω κάτω
- ευτελίζω
- εξέγραψε
- συκοφαντώ
- κλάψε κάτω
- αποδοκιμάζει (κάτι)
- Dump στο
- φιλί αποχαιρετισμού
- Μπαρουφολογία
- Κακοποίηση
- μομφή
- συκοφαντώ
- δις
- αποθαρρύνω
- ατίμωση
- κακοήθης
- άσωτος
- μαλώνω
- συκοφαντία
- συκοφαντώ
Nearest Words of poor-mouth
Definitions and Meaning of poor-mouth in English
poor-mouth
an exaggerated claim of poverty, to speak disparagingly of, to plead poverty as a defense or excuse
FAQs About the word poor-mouth
λυπάμαι, δεν έχω χρήματα
an exaggerated claim of poverty, to speak disparagingly of, to plead poverty as a defense or excuse
επικρίνω,μειώνω,απολύω,ελαχιστοποιώ,ερειπωμένος,Κατεβαίνω,υποτιμώ,καταδικάζω,καταγγέλλω,εξευτελίζω
εκδήλωση θαυμασμού,χειροκροτώ,εγκρίνω,Εγκρίνει,υψώνω,εξυμνώ,χάρη,δοξάζω,Επαινεῖν,μεγενθύνω
poorish => Φτωχός, poor boys => φτωχά αγόρια, poops => κακά, pooped => poop, pools => πισίνες,