Greek Meaning of imparted (to)
μεταδόθηκε (προς)
Other Greek words related to μεταδόθηκε (προς)
- ενημερώθηκε
- εποικοδομημένος
- διαφωτισμένος
- εξοικειωμένος
- ενημερωμένος
- αρχισμένος
- έμπειρος
- προσγειωμένος-η
- Κατ' οίκον εκπαίδευση
- εμφυτευμένο
- εμπεδωμένο
- εμφύσησε
- εισήχθη
- κήρυξε
- επανεκπαιδευμένος
- επανεκπαιδευμένος
- έδειξε
- κατηχημένος
- προπονημένος
- Σκηνοθετημένο
- τρυπημένος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- καθοδηγούμενος
- ενεργοποιημένος
- διδάσκω
- οδήγησε
- με καθοδήγηση
- ηθικοποιημένος
- προετοιμασμένος
- ασταρωμένο
- κατάλληλος
- εκτραφεί
- επανεκπαίδευση
Nearest Words of imparted (to)
Definitions and Meaning of imparted (to) in English
imparted (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word imparted (to)
μεταδόθηκε (προς)
ενημερώθηκε,εποικοδομημένος,διαφωτισμένος,εξοικειωμένος,ενημερωμένος,αρχισμένος,έμπειρος,προσγειωμένος-η,Κατ' οίκον εκπαίδευση,εμφυτευμένο
No antonyms found.
impart (to) => μεταδίδω, impairs => βλάπτει, impairments => μειώσεις αξίας, impacts => επιπτώσεις, impactful => Επιδραστικό,