Greek Meaning of impassioning
παθιασμένος
Other Greek words related to παθιασμένος
- ενθαρρυντικός
- προκλητικός
- διεγερτικό
- Ανάδευση
- απόλυση (πάνω)
- διεγερτικός
- οδήγηση
- συναρπαστικός
- υποκινητικός
- επαγωγική
- εμπνευσμένος
- υποκινητικός
- παρακινητικό
- μετακινούμενο
- ενθαρρυντικό
- επιτάχυνση (του ρυθμού)
- ρύθμιση
- σπινθήρας
- σκανδάλη
- υποκίνηση
- ενεργοποίηση
- επιδεινούμενος
- θυμωμένος
- κινούμενος
- ενοχλητικό
- ενοχλητικός
- ενεργειακός
- Εξαγριωτικό
- εκνευριστικός
- αερισμός
- ζύμωση
- υποδαυλίζοντας
- γαλβανισμός
- αποκτώντας
- φλεγμονώδης
- ερεθιστικός
- κοροϊδευτική
- προσάναμμα
- τρελός
- πικάν
- επιτάχυνση
- ανατροφή
- ειρωνικός
- πειράγματα
- αναστατωτικός
- ενοχλητικός
- ζωοποιητικό
- φλεγμονώδης
- Πλήκτρολόγηση (πάνω)
- Άντληση
- μαστίγωμα (πάνω)
Nearest Words of impassioning
Definitions and Meaning of impassioning in English
impassioning
to arouse the feelings or passions of
FAQs About the word impassioning
παθιασμένος
to arouse the feelings or passions of
ενθαρρυντικός,προκλητικός,διεγερτικό,Ανάδευση,απόλυση (πάνω),διεγερτικός,οδήγηση,συναρπαστικός,υποκινητικός,επαγωγική
καταπραϋντικός,κατευναστικός,καταπραϋντικό,δαμάζοντας,ηρεμιστικό,εξευμενιστικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ηρεμιστικό
impasses => αδιέξοδα, imparts => δίνει, imparting (to) => εκχώρηση (σε), impartialities => αμεροληψίες, imparted (to) => μεταδόθηκε (προς),