Greek Meaning of impassioning

παθιασμένος

Other Greek words related to παθιασμένος

Definitions and Meaning of impassioning in English

impassioning

to arouse the feelings or passions of

FAQs About the word impassioning

παθιασμένος

to arouse the feelings or passions of

ενθαρρυντικός,προκλητικός,διεγερτικό,Ανάδευση,απόλυση (πάνω),διεγερτικός,οδήγηση,συναρπαστικός,υποκινητικός,επαγωγική

καταπραϋντικός,κατευναστικός,καταπραϋντικό,δαμάζοντας,ηρεμιστικό,εξευμενιστικός,κατευναστικός,ηρεμιστικό,ηρεμιστικό

impasses => αδιέξοδα, imparts => δίνει, imparting (to) => εκχώρηση (σε), impartialities => αμεροληψίες, imparted (to) => μεταδόθηκε (προς),