Greek Meaning of moralized
ηθικοποιημένος
Other Greek words related to ηθικοποιημένος
- εμπεδωμένο
- διδάσκω
- κήρυξε
- κατηχημένος
- προπονημένος
- Σκηνοθετημένο
- τρυπημένος
- μορφωμένος
- διαφωτισμένος
- προσγειωμένος-η
- καθοδηγούμενος
- ενεργοποιημένος
- εμφυτευμένο
- διδαγμένος
- εμφύσησε
- οδήγησε
- προετοιμασμένος
- ασταρωμένο
- κατάλληλος
- εκτραφεί
- δίδαξε
- ενημερώθηκε
- εποικοδομημένος
- εξοικειωμένος
- κατάλληλο
- προσαρμοσμένο
- Κατ' οίκον εκπαίδευση
- μεταδόθηκε (προς)
- ενημερωμένος
- αρχισμένος
- εκπαιδευμένος
- εισήχθη
- διδάσκομαι
- με καθοδήγηση
- εκπαιδευμένος
- εκπαιδευμένος
- διδαγμένος
- έμπειρος
Nearest Words of moralized
Definitions and Meaning of moralized in English
moralized (imp. & p. p.)
of Moralize
FAQs About the word moralized
ηθικοποιημένος
of Moralize
εμπεδωμένο,διδάσκω,κήρυξε,κατηχημένος,προπονημένος,Σκηνοθετημένο,τρυπημένος,μορφωμένος,διαφωτισμένος,προσγειωμένος-η
No antonyms found.
moralize => διδάσκω ηθική, moralization => ηθικολογία, morality play => ηθικό δράμα, morality => ηθική, moralities => ηθικές,