Greek Meaning of moralized

ηθικοποιημένος

Other Greek words related to ηθικοποιημένος

Definitions and Meaning of moralized in English

Webster

moralized (imp. & p. p.)

of Moralize

FAQs About the word moralized

ηθικοποιημένος

of Moralize

εμπεδωμένο,διδάσκω,κήρυξε,κατηχημένος,προπονημένος,Σκηνοθετημένο,τρυπημένος,μορφωμένος,διαφωτισμένος,προσγειωμένος-η

No antonyms found.

moralize => διδάσκω ηθική, moralization => ηθικολογία, morality play => ηθικό δράμα, morality => ηθική, moralities => ηθικές,