Greek Meaning of lessoned

διδάσκομαι

Other Greek words related to διδάσκομαι

Definitions and Meaning of lessoned in English

Webster

lessoned (imp. & p. p.)

of Lesson

FAQs About the word lessoned

διδάσκομαι

of Lesson

μορφωμένος,δίδαξε,διδαγμένος,εκπαιδευμένος,εκπαιδευμένος,εκπαιδευμένος,διδαγμένος,ενημερώθηκε,προπονημένος,Σκηνοθετημένο

No antonyms found.

lesson => μάθημα, lessing => Λέσσινγκ, lesses => λιγότερα, lesser yellowlegs => Μικρότερη Κιτρινόποδη Ερωδιός, lesser yellow trefoil => Μικρότερο κίτρινο τριφύλλι,