Greek Meaning of retrained
επανεκπαιδευμένος
Other Greek words related to επανεκπαιδευμένος
- ενημερώθηκε
- διαφωτισμένος
- εξοικειωμένος
- ενημερωμένος
- αρχισμένος
- εισήχθη
- επανεκπαιδευμένος
- επανεκπαίδευση
- έμπειρος
- εποικοδομημένος
- μεταδόθηκε (προς)
- εμφυτευμένο
- εμπεδωμένο
- εμφύσησε
- διδάσκω
- κήρυξε
- έδειξε
- κατηχημένος
- Σκηνοθετημένο
- τρυπημένος
- προσαρμοσμένο
- προσγειωμένος-η
- καθοδηγούμενος
- ενεργοποιημένος
- Κατ' οίκον εκπαίδευση
- οδήγησε
- ηθικοποιημένος
- προετοιμασμένος
- ασταρωμένο
- κατάλληλος
- εκτραφεί
Nearest Words of retrained
- retransfer => επαναμεταφορά
- retreat (from) => υποχωρώ (από)
- retreated (from) => αποσύρθηκε από
- retreating (from) => υποχώρηση (από)
- retreats => υποχωρήσεις
- retreats (from) => υποχωρεί (από)
- retrofitting => Ανακαίνιση
- retrogressed => αντιδραστικός
- retrogressing => οπισθοδρομικός
- retrogressions => παλινδρομήσεις
Definitions and Meaning of retrained in English
retrained
to become retrained, to train again or anew, to become trained again
FAQs About the word retrained
επανεκπαιδευμένος
to become retrained, to train again or anew, to become trained again
ενημερώθηκε,διαφωτισμένος,εξοικειωμένος,ενημερωμένος,αρχισμένος,εισήχθη,επανεκπαιδευμένος,επανεκπαίδευση,έμπειρος,εποικοδομημένος
No antonyms found.
retracts => αποσύρει, retractions => ανακλήσεις, retouched => επιδιορθωμένο, retooling => επανεξοπλισμός, retooled => Επανεξοπλισμένος,